- ἡδύχρους
- ἡδύχρουςof sweet complexionmasc/fem nom plἡδύχρουςof sweet complexionmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύχρους — ἡδύχρους, ουν και οος, οον (AM) 1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα») 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν γένος εντόμων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
ἡδύχρουν — ἡδύχρους of sweet complexion masc/fem acc sg ἡδύχρους of sweet complexion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύχροον — ἡδύχροος of sweet complexion masc/fem acc sg ἡδύχροος of sweet complexion neut nom/voc/acc sg ἡδύχρους of sweet complexion masc/fem acc sg ἡδύχρους of sweet complexion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
ηδύπνους — ουν και ηδύπνοος, η, ο (AM ἡδύπνους, ουν και ἡδύπνοος, οον) 1. (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, αρμονικός 2. αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», Ευρ.) 3. αυτός που ευωδιάζει, ο εύοσμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡδύπνους αρνί … Dictionary of Greek
ἡδυχρόοισι — ἡδύχροος of sweet complexion masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἡδύχρους of sweet complexion masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυχρόου — ἡδύχροος of sweet complexion masc/fem/neut gen sg ἡδύχρους of sweet complexion masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυχρόῳ — ἡδύχροος of sweet complexion masc/fem/neut dat sg ἡδύχρους of sweet complexion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύχροοι — ἡδύχροος of sweet complexion masc/fem nom/voc pl ἡδύχρους of sweet complexion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)